15.12.14

ώσπου ένας ψύλος πήδηξε τόσο χαμηλά με κίνδυνο να καταργηθεί το ψύλου πήδημα.

ανέκδοτο
το κενό σμίγοντας με το γεμάτο
ξαφνιάζει
ιδιότροπα δημιουργεί μπόρες
κι αν εσύ έχεις διαλέξει το κενό
πονηρά σκεπτόμενος
νάχεις το περιθώριο να το γεμίσεις
έχασες
το κενό πάντα υπολείπεται του λάθος γεμάτου
είναι που το γεμάτο αυτάρκεια επικαλείται
κι  έχει και τα βουνά να ελευθερώνεται
και τους υάκινθους ν’ ανθίζουν.
είναι και η σιωπή
να μας κατεβάζει τα μούτρα
και να ωρύεται
«σαν δε ντρέπεσαι»

καλή σας μέρα, ανυποψίαστοι.

ανέκδοτο

3.12.14

επειδή 
δεν είμαι επαγγελματίας ποιήτρια
επειδή 
το ποιητικό μου χάνεται όταν η πραγματικότητα 
επειδή
ένα ίχνος απ’ την πατημασιά μου πάντα
επειδή
φοβάμαι πολύ, συνήθως
επειδή
δεν είμαι είκοσι χρονών
ούτε καν σαράντα
επειδή και δια ταύτα
αφήστε την προώθηση των λέξεών σας στην ποίηση
καιγόμαστε.


ανέκδοτο

2.12.14

υπάρχουν πολλά επίπεδα υποδούλωσης
όπως ας πούμε, το τσούγκρισμα των ποτηριών
και στην υγειά σας,
το λίκνισμα των ποτηριών, όταν πίνετε
δραπετεύουν σταγόνες
ποδοπατιούνται από αγνώστους,
σας φορτώνουν τ’ αποτυπώματά τους.

ανέκδοτο


oι βιωμένες σου αγωνίες
οι εστεμμένες σου αναταράξεις
η σύλληψη του εδώ και τώρα
το καθρέφτισμά σου στον τοίχο
ο τζίτζικας που σε αναπαράγει
η γη με τις τομές της
κατεστραμμένη ταινία
αντανάκλαση στην
γελοιότητα του θεαθήναι.

ανέκδοτο


στον χειμώνα της φρόνησης
και του μνημόσυνου
της σπαταλημένης κι άγριας περιστροφής
στο θόρυβο και στην γυψοσανίδα
στις καταστροφές που φθάρθηκαν από μπετά
στην άχρονη στιγμή της απέκδυσης
στην επικοινωνία του τίποτε
παλεύεις να εξαγοράσεις φτερά
και οι φαύλοι σε περιτριγυρίζουν
ενδεδυμένοι τα ξεχωριστά
είναι η σκιά που βαδίζει πλάι σου

κι εκείνος ο αγωγιάτης που σε θρηνούσε.

ανέκδοτο
η περηφάνεια είναι σαν το τακούνι, θέλει εκπαίδευση, αλλιώς γίνεσαι θέαμα.

ανέκδοτο


11.11.14

το σπίτι μου?
τόσα που άλλαξα εγκλωβίστηκα
είναι εκείνο του ενός μηνός ή το άλλο των τριών χρόνων?
τί σημασία έχει?
άσε τα σπίτια στους ιδιοκτήτες
και κοίτα, εμείς είμαστε αγύρτες.
ποιο είναι το σπίτι μου?
έφευγα μόλις δεν μου το ζητούσαν
ήταν που το φαγητό έζεχνε χωρίς φωτιά
και το μαγκάλι χωρίς κάρβουνα
ποιο είναι το σπίτι μου?
δεν μ’ ένοιαζε ποιο είναι το σπίτι μου
μ’ ένοιαζε πού είναι το δάκρυ μου
ώσπου εξατμίστηκε κι έμεινα ανέστιος.


ποιο είναι το σπίτι μου?

ανέκδοτο
στον γραπτό λόγο. στο διάστημα ενός ανολοκλήρωτου, άχρονου σύμπαντος. εκείνος, ίσον ο κανένας. φωτογραφίες και στιγμές και σήκωμα φρυδιού. χωρίς πώς και γιατί. αφαιρετικός και ο χρόνος και ο τόπος. σαν ένας μικροραμφοκοέλιο, φτουυυυ και μακριά από μας. λέξεις, καρτούν, μειδιάματα και λύπες και χαρές. όλα στο διάστημα, να χάνονται, να παίζουν σαν πλέι στέισονς και το σκορ στο μηδέν. λέξεις όμως, με αποσιωπητικά και χωρίς. ένα αποσιωπητικό μόνο, αντιλογοτεχνικό βεβαίως, σήκωσε μύτη και νόμιζε πως θα γίνει λέξη. μεγαλοϊδεατισμός και παραφροσύνη. όλα στο καλάθι των πλήκτρων κι ανάμεσα στα κεφαλαία, πάντα μικρά.
“βρε μαλάκα, εγώ σε γούσταρα και το έδειξα, εσύ που πρώτος μου μίλησες, φλέρταρες ασύστολα και το παίζεις υπεράνω πώς το καταλαβαίνεις? είπε η γυναίκα και ο ασύστολος μούγγρισε.”
τα δωμάτια σιωπούν. η φλυαρία αντενδείκνυται και ο μέσος όρος της αλήθειας δεν υπερβαίνεται ποτέ. κάτι οξείες δεν τολμούν να γίνουν ξαπλωτές περισπωμένες, ηθική στη νιοστή και τα μαθηματικά εξυμνούνται.
κάποιοι κάπου, κάποτε, στο επέκεινα, ανάμεσα σε αναπάντητα γιατί και σε ερωτηματικά αριστοτελικά. τί?
ήταν η στιγμή που οι ανεπανάληπτες στιγμές ξεθώριασαν και ξάπλωσαν οι οξείες και μίλησαν τ’ αποσιωπητικά και βούρκωσαν απ’ τα γέλια οι περισπωμένες. είχαν καταργηθεί προ πολλού αυτές, για κλάμματα η κατάστασή τους.
τότε σηκώθηκαν και πίστεψαν πως έγιναν οξείες.

στον προφορικό λόγο. πού? πότε? ποιος? γιατί? τί? πώς?
ενδύματα σε καιρό εκπτώσεων και πώς ν’ αρνηθείς τις προσφορές? καταναλωτής γεννήθηκες, είπε ο γραπτός λόγος.

είμαι τόσο χαμαιλέοντας…

ανέκδοτο

7.10.14

μερικά βράδυα γίνομαι πουλί
σπανίως δε, έντομο
μη φανταστείς κάποιο παραδείσιο πουλί
πότε σπουργίτι, όταν κάμνω δίαιτα
πότε κοράκι σε μαύρα μονοπάτια
καμμιά φορά χελιδόνι σε φωλιά
μπορεί νάχω γίνει και περιστέρι
δεν το θυμάμαι
όμως να,
θυμάμαι την στιγμή της μεταμόρφωσης σε έντομο
ναι, κουνούπι
όχι πως πίνω αίμα
όχι,
απλά τσιμπάω.
όταν ξυπνάω
πλησιάζω τον παπαγάλο στο δωμάτιο
ποτέ δεν ανταμώσαμε τις νύχτες.
κι ύστερα γίνομαι κουνούπι
όχι πως πίνω αίμα
να, απλά τσιμπάω.

ανέκδοτο
τίς νύχτες ψηλώνω
θάναι περίπου πέντε παλάμες
αγγίζω τον ουρανό
ζωγραφίζω σύννεφα νάχεις να ξαπλώνεις
δεν με τρομάζει το ύψος μου
ξέρω πως όλα θάναι ίδια το πρωί
εγώ στο μπόι μου

εσύ ξεκούραστος παναθεμά σε.

ανέκδοτο

27.9.14

όταν το εξωφρενικό γίνεται αδιαμφισβήτητο μικρές τρύπες επιτρέπουν σε τεράστιες πεταλούδες να πετάξουν. μόνο που δεν χωράνε στις μικρές τρύπες και γεμίζει ο τόπος σπασμένα φτερά.

ανέκδοτο

25.9.14

τα τζιτζίκια άρχισαν να μαζεύονται στο καφενείο. θα βγαίνουν που και που για να νομίζουμε πως είναι καλοκαίρι. το υποσχέθηκαν.

ανέκδοτο

23.9.14

ιστορίες του δρόμου/ τα χέρια της μπαλίτσες από ζυμάρι
φτερούγες αποδημητικού που ποτέ δεν θα πετάξει
ήταν ερωτευμένη μαζί του
όχι με τον σύζυγο
με τον άλλον, τον γνωστό σαν φίλο
τον πλήρωνε με εύσχημους τρόπους, το εννόησε
κι αυτός πουλί με φτερά σκονισμένα να πετάει
μήπως και αδράξει την ευκαιρία την εμπορική

τί περίεργες οι ζωές των ανθρώπων όταν βρέχει...

ανέκδοτο

5.9.14

σφαδάζει το κύμα
πλημμύρισε στον αφρό το πάτωμα της άμμου
λιγόστεψε ο χώρος μας.

ανέκδοτο

23.8.14

κι είναι οι λέξεις δρόμος για ν' ακουμπάς τις ρωγμές της λύπης όσο η χαρά κρύβεται στα υπογλώσσια της άγριας φράουλας.

ανέκδοτο

5.8.14

{Αύγουστος, ο μήνας του δωδεκαδακτύλου}
α/
ο κρατήρας του ενάμιση εκατοστού αχνίζει ανάμεσα στα σταφύλια μιας πέργκολας.

μια σταγόνα αίμα ο αύγουστος
θα κυλήσεις καλοκαίρι.



ανέκδοτο

24.7.14

σπάνια στο κέντρο ο παλιατζής, νάτος. 
τί καλά νάταν ο καινουριατζής, θάχα να του δώσω.

ανέκδοτο
το μυαλό σου πολλά
η καρδιά σου όμως?
έχασες την στιγμή του δαυλού
τότε που άναβε να δώσει το σήμα
τότε που η γνώση με το συναίσθημα
τότε λοιπόν
εσύ και το φέρσιμό σου παίζατε τρίλιζα
κι όλα τα θαύματα σε μια κρεβατοκάμαρα αυνανίζονταν
τα χάσατε αγαπητέ,
εκείνη τη στιγμή, τα χάσατε
μου τόπαν κρυφά τα πούλια κι ο αυγερινός
κι όλα τ’ άστρα που σας γυρόφερναν
κι εγώ σας διάλεξα φύλακα των μυστικών μου
των ανεπίδοτων 
των ατρόμητων στις συμφορές
κι εσείς νομίζατε πως παίζουμε την άρνηση και το κουτσό
το αρχάριο και την επιθυμία
το δήθεν και το περίπου
κι έτσι βουλιάξαμε στο απίστευτο και το ανόητο
και τώρα, την στιγμή του φλογερού
απόντες
ως όλες οι ορχήστρες του παραδείσου μιας στιγμής.


ανέκδοτο

16.7.14

το γκρίζο της θάλασσας μετά από καταιγίδα 
σαν το γκρίζο των ανθρώπων
η γλύκα μετά την τρικυμία 
κι ένα χαμόγελο λίγο σοφότερο του ήλιου.

ανέκδοτο

4.7.14

ώσπου το σήμερα γίνεται πολύ μικρό για να μας χωρέσει όλους.

ανέκδοτο
κανείς δεν βρήκε το πτώμα της. τόχε εξαφανίσει η ίδια πριν πεθάνει. ήταν λυπημένο, έγραψε στο σβησμένο κίτρινο που άφησε.

ανέκδοτο

28.6.14

κι εσύ αγαπημένε δεν θα μιλάς
θα τόχεις σκάσει μέσα μου
στα υπόγεια θα πεθαίνεις
βέβαιος για την ανάστασή σου.


ανέκδοτο
σε μια τρομακτική περίοδο της ζωής μου, είπε
και γλύτωσε ερωτήσεις και κριτικές.


ανέκδοτο
«μου στέλνεις το κασετόφωνο με την φωνή σου και το χώνω στο συρτάρι με τα απαγορευμένα. δαγκώνω ένα ροδάκινο, όχι τόσο ζουμερό όσο η φωνή, κοιτάζω λοξά και τις μελανιές απ΄ τα χάδια. «σε πέντε εργάσιμες φεύγουν», είπες. ψέμματα ήταν.»

έχει ένα συρτάρι που δεν θα το βρει κανείς.


ανέκδοτο
διάφανο όσο να μην το πεις λευκό, τρυπώνει στο σαλόνι, πετάει, στριφογυρίζει, αν σ’ αγγίξει είναι χάδι. κλέφτη το λέγαμε όταν είμαστε παιδιά. ποτέ δεν έκλεψε κάτι, στο τέλος έλυωνε στα δάχτυλά μας. μια φορά το φίλησα, δεν ξέρω γιατί, αλλά ήμουν σίγουρη πως δεν ξεγελάστηκα, έλυωσα. από τότε αγάπησα τους κλέφτες και τα φιλιά τους, έχουν το ισχυρότερο σεξουαλικό όργανο, εγκέφαλο διάφανο, όσο να μην τον πεις λευκό. κλέφτης αισθήσεων ήταν, το ποδήλατο θα μας έκλεβε?

ανέκδοτο
οι υψηλές πτήσεις των μυαλών απαιτούν και νεφελώδεις σκέψεις με την προϋπόθεση νάσαι καλός άνθρωπος, τόσο απλό. κι αυτό φαίνεται απ’ το αν χειρίζεσαι τα μυαλά των άλλων. το καταλαβαίνουν, ανεξάρτητα αν στο λένε. όχι όλοι, αλλά αυτοί που ξέρουν να πετάνε και μόνοι τους.

ανέκδοτο
ντυμένος στ’ άσπρα
κρατούσε ένα εβένινο κουτί γεμάτο λόγια
τ’ άπλωσε στο τραπέζι
«έλα να παίξουμε σκάκι», είπε, «διάλεξε»
πήρα τα φωνήεντα
ως ψευδή τα χειρίζομαι καλύτερα
τα σύμφωνα αυτός
δεν τον ενδιέφερε ποια
εύκολη η μοιρασιά.
η παρτίδα απ’ την αρχή καθορισμένη
κανένα φωνήεν δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί.
ορκίστηκα να μην αποκαλύψω την τεχνική του
νάναι χαρούμενος και με τους επόμενους ψευδούς.

την άλλη μέρα πήγα στον ωριλά
να θεραπεύσω το ψευδόν μου, είπα
μπα, είναι αργά, το έχεις ενσωματώσει και εις το κουφόν σου, χαμογέλασε.


ανέκδοτο

25.6.14

κι εκείνη η εξομολογούμενη σύνθλιψη 
στα μάτια της μαυρισμένης φλόγας του ήλιου
κι εκείνη η θύμιση της νικήτριας σελήνης
στους ώμους μιας μεγαλοπρέπειας σκοτεινής
σαν την λάμψη αιχμαλωτίζει μαστίγια
αποτεφρώνει παλίροιες
κινεί συλλογισμούς για σκιές περαστικές
τιμωρεί τα αύριο που δεν πειθάρχησαν στα σήμερα.


ανέκδοτο

5.6.14

γέμισε το σταχτοδοχείο
στάχτες και κάτι σαν λέξεις να σιγοκαίνε
είναι που δεν άναψα απ’ το τσιγάρο σου
να το σαλιώσω και ν’ ανάψω
κρατάει το σάλιο, λένε.


ανέκδοτο

4.6.14

όταν την έπιασε προστατευτικά απ’ τους ώμους, ο σκύλος μόνο κατάλαβε. ήξερε τί σημαίνει αδέσποτο.

3.6.14

τρόποι για να πληγώνεις

και ανασηκώνω τα φρύδια
γρήγορες εισπνοές
καθόλου εκπνοές
ώσπου σκάω.



ξεψύχησε γρήγορα
δεν πρόλαβαν να χαρούν
να κλάψουν.



πουτάνα την ανέβαζαν 
πουτάνα την κατέβαζαν
αν και δεν το πίστευαν
τους τόπε σ' έναν τοίχο
εκεί, στην οδό φυλής.



καπνίζει ατέλειωτα
παραινέσεις περί καρκίνου
ένθεν κακείθεν
πού να καταλάβουν την ηδονή του

φυσάει τον καπνό στα μούτρα τους.



"από μούρη σκατά
αλλά ο κώλος..."
δεν είναι σεξιστής, έχει γούστο.



αυτή κρύβεται
κρυφακούει
οι άλλοι μιλάνε δυνατά
ξέρουν πως ηδονίζεται.



στα πέντε του
έφαγε μια σφαλιάρα στο κεφάλι
στα είκοσι 
κυκλοφορεί με χαιρετούρες σ' όλη τη γειτονιά
απλώνει χέρι 
να φύγει η σφαλιάρα 
πάνω στη μάνα του.



κατάπιε μια καραμέλα
τους είπε πως ήταν κινίνο
μη τον ματιάσουν.



στην κηδεία/
αναστήθηκε ο νεκρός
τους έκοψε την χαρά να κλαίνε 
να κλαίνε επειδή γλύτωσαν.

21.5.14

μια βάρκα κολυμπάει
κι έτσι που βυθίζεται
είναι σαν κάποτε νάταν εσύ.


ανέκδοτο
αυτή η θάλασσα στην άκρη του μυαλού γίνεται λίμνη στην άκρη του δικού σου.

ανέκδοτο
μυρίζω και βλέπω σαν κανονικός άνθρωπος. έχασα την παραφροσύνη μου, δεν έγραψα ούτε λέξη.

ανέκδοτο
περιφράξτε την προσωπική σας θάλασσα. έρχεται καταιγίδα, μην επιτρέπετε σε πειρατές να επιβιβάζονται στην σχεδία σας, είπε.

ανέκδοτο

10.5.14

δεν ακκίζονται πλέον οι πόρνες
άναρθρα συνομιλούν μαζί σου
σαν τον άνεμο που φυσάει τις πόρτες
εκείνων των φτωχών που ξέμειναν μαζί σου.
ανόητες περιφέρονται στην άβυσσο του νου σου
κουρασμένες ν’ αγαπούν τα φράγκα της ψυχής σου
ταγμένες στην ηδονή των μπεκρήδων μιας πολιτείας
που βαρυγκομά πάνω στην αξιοθρήνητη μοίρα της
διψασμένες για τιμωρούς που ξαγρυπνούν
ανυψώνοντας ύστατους χαιρετισμούς
σε θύμησες θνητών
σε αλαζονικές μορφές αμνών.


ανέκδοτο
πατρόν θα βγαίνουν οι άνθρωποι από δω και πέρα
θα μετράς τα δόντια τους και θάναι ίδια
τα δάχτυλα εκείνα, των εκλιπαρούντων μια θεσούλα
το στόμα στραβό σαν χαμόγελο
και τα πόδια έτοιμα να καλπάσουν στο βόλεμα
πατρόν σου λέω,
μοδίστρες χιλιάδες
πλακοραφούδες άλλες τόσες
να, σαν εμένα.


ανέκδοτο

7.5.14

πώς σταμάτησα να τρώω ξινά ή κυνηγώντας τον καμύ

εσύ στο café du temps perdu
κι εγώ στην patisserie marcel
εσύ Bordeaux rouge
εγώ tartin du citron
ν’ αναζητούμε τον χαμένο χρόνο του
και ο αλμπέρ να μας μπερδεύει. 
ενεφανίσθη τελικώς ως αλμπερτίνα.
ευτυχώς που εκδόθηκε ο ξανακερδισμένος χρόνος
-κάπως έτσι έπαψα να τρώω ξινά και προτίμησα macaron-


ανέκδοτο
ήταν ένας που κρατούσε ακίνητη την καρδιά του κι όλοι νόμιζαν πως ήταν νεκρός. 
"υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ δεν άκουσαν και ούτε θ’ ακούσουν τον ήχο του ωκεανού", μονολόγησε 
και μερικοί κατάλαβαν.

ανέκδοτο

4.5.14

ένας βιαστικός απρίλης έστριψε το τελευταίο τσιγάρο κι απίθωσε στα χέρια μας την στάχτη που έμοιαζε με μάη κι εμείς την σκαλώσαμε στην άνοιξη για να ρουφήξουμε καλοκαίρι. γεμάτοι προσδοκίες.

ανέκδοτο

τ’ απομεινάρια μιας συνάντησης του δρόμου

θέλω να συστηθώ
είπε, χαμογέλασε, άπλωσε και το χέρι
ναι, είπα αφηρημένα, απορημένα
είμαι ο x απ’ το φέισμπουκ, είμαστε φίλοι
- όμορφο να σε αναγνωρίζουν «φίλοι» -
α, χάρηκα, είπα, καθόλου αμήχανα
είπε κι άλλα, κολακευτικά και νόστιμα
δεν είπα τίποτε
ένα ξερό ευχαριστώ
έδωσα το χέρι προς επιβεβαίωσιν της αμοιβαίας χαράς
κι έφυγα.
το μέτρο της χειραψίας παρέμεινε αιωρούμενο
εν αντιθέσει με το της απορίας.


ανέκδοτο
ποίημα που δεν σταλάζει ειρωνία
είναι σαν την θεία μου την ευανθία,
είπε
και όλοι γυρίσαμε και είδαμε την θεια του την ασπασία
μας ξεγέλασες, χαχανίσαμε
μα ήταν ποίημα, είπε
καιρός να το απαγγείλετε
με την θεια μου την ευδοκία.


ανέκδοτο

30.4.14

ας υποδυθούμε τους κοιμισμένους,
έλα, να δούμε το ίδιο όνειρο
να γίνεται εφιάλτης
και πού ξέρεις?
μπορεί να ξυπνήσουμε πριν τελειώσει.


ανέκδοτο
και τα ονόματα έχουν ψυχή, μα τα επίθετα μεγαλύτερη/
τ’ όνομά σου οπισθοχωρεί
αφήνει χώρο στ’ άλλα ίδια ονόματα
γίνεσαι όλος ένα επίθετο
έτσι επιτάσσουν οι ανήθικες προεκτάσεις
του ονόματός σου στο μυαλό μου.


ανέκδοτο
επιμένεις
έχει ήλιο έξω
τί επιμονή!
πώς γίνεται όλοι να λιάζονται
κι εγώ να παγώνω.


ανέκδοτο

το κατοικίδιο

το έδεσαν στον κήπο
του πέρασαν τσιπάκι
μετά το έβαλαν στο σαλόνι
το αγαπούσαν, δε λέω
το πήγαιναν βόλτες επιλεγμένες
που και που λυμένο
τότε, όταν είχε ήδη εκπαιδευτεί.
ασφάλεια
ζεστασιά
κροκέτες
χάδια
πότε αληθινά, πότε λόγω αγωγής
και μια μέρα
τότε, που μεγάλωσε
ονειρεύτηκε νάναι αδέσποτο.
το τσιπάκι δεν συμμετείχε στο όνειρο.


ανέκδοτο

25.4.14

οι φοβισμένοι άνθρωποι δεν μετράνε προβατάκια τις νύχτες. μόνο δράκους και ξωτικά και οι πιο τυχεροί εξωγήινους. εκτός από μερικούς που αρκούνται σε πίθηκους. αυτοί είναι οι πιο κοντινοί μας. όμως ας μην αγνοούμε τους άλλους, θέλουμε δεν θέλουμε κατέχουν εξέχουσα θέση στη ζωή μας.

ανέκδοτο