30.5.13

να προσέχεις την διατροφή σου
ό,τι τρώμε είμαστε, φώναξε 
τέντωσα τα χέρια
κοίταξα τα νύχια 
κατακόκκινα
μόλις είχα γλύψει το τελευταίο σου κοκκαλάκι
ξημερώνει με σένα μέσα μου
γίνομαι εσύ.

25.5.13

από την κόρη του ματιού μου ξεκινάει ένα τούνελ
στον τελειωμό του είναι όλοι οι πεθαμένοι της ζωής μου
ποτέ δεν το διασχίζω
αρκεί που κάπου κάπου μιλάμε με το κολλύριο.

έτσι νυχτώνει στα σκοτεινά μας βλέμματα
σαν δικαιολογία για το φως που μας έκαψε όλη μέρα.

17.5.13

προχώρα
προχώρα παρακάτω
προχώρα γυμνός
χάρισέ τα τα γαμημένα τα σκουλαρίκια
μειώνουν την ακοή
προχώρα
σου φαίνεται πως μόνος διϋλίζεις τον κώνωπα
ψευδαίσθηση
κάτι λίγοι στην γωνία το ίδιο επαναλαμβάνουν
προχώρα
η εποχή των παλινδρομήσεων δεν είναι του βιβάλντι
κι αν είσαι της κλασσικής
προχώρα
εσύ του έντεχνου σταμάτα
σταμάτα λέω
ενοχλείς κάτι ροκάδες στα πάνω καθίσματα
κάτι μου θυμίζεις
όσα σκατά ήθελα να ξεχάσω
προχώρα.


ανέκδοτο

16.5.13

επειδή φεύγω γενικώς τον τελευταίο καιρό και ειδικώς από πάντα, 
σκέφτομαι τί σημαίνει να περιφέρεσαι ως μύγα στο μέλι όταν δεν φεύγεις
σκέφτομαι επίσης πόσο ανακουφιστικόν θάναι
και πόσο φρικτόν επίσης
σκέφτομαι κι άλλα
για κατσαρίδες, ελέφαντες που ποτέ δεν ξεχνάνε, μαϊμούδες που ανθρωπίζουν
γερανούς που πετάνε
αχλάδια που σαπίζουν
μήλα στάρκιν και αγγούρια καλαβρέζικα
όλα τα οπωροκηπευτικά
σκέφτομαι και τους καλλιεργητές και τους όσους τα μαζεύουν
σκέφτομαι και το χώμα και το λίπασμα
όλα τα σκέφτομαι
και φοβάμαι
μ’ έναν φόβο θολής όψης
με μια αμηχανία τέρας
μ’ έναν στραγγαλισμό φενάκη
μ’ ένα μέλλον άδηλο και μικρό
ουδεμία σχέση μ’ εφήβου
μεσήλικου θα το έλεγον
σκέφτομαι και κάτι πορτοκάλια και σύκα
και τ’ αποξηραμένα σκέφτομαι
τα είχα για μαγείρεμα στη μούρη ανάξιων συνδαιτημόνων
σκέφτομαι και ήπιους κατακλυσμούς
και όνειρα σκέφτομαι
και δυο γουλιές νέκταρ
και συνουσίες σκέφτομαι
και απουσίες
και ομιχλώδεις παρουσίες
δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε ζωντανό
φταίει η φλόγα που τάκαψε όλα
για μιαν ελένη, για ένα αύριο.


ανέκδοτο
είναι χρονοβόρο να βγάζεις τις μάσκες της μέρας μόλις νυχτώνει
έτσι κι αλλιώς θα τις φορέσεις αύριο πρωί 
καλύτερα κουκουλώσου με πανικό και λίγη δειλία.

και αρνήσου, κυρίως αρνήσου το φως.

14.5.13

σαν χαϊκού

στρόβιλος νερού
παρευθύς στα πρόσωπα
φθίνουν ελπίδες.



ενταφιασμός
λίγες σελίδες μόνο
όλο σου το βιος.

κλαίνε σύννεφα
κοινότοπο θα μου πεις
στεγνά τα δάκρυα.

τα παράθυρα
απόηχος του κόσμου
υφαίνουν θλίψη.



φάλτσες οι νότες

δρομολόγια πτήσης
σμιλεύουν λύπες.

όλα τα αύριο
επιπλέουν πάνω σου
σε κολυμπάω.



ανέκδοτο

13.5.13


όταν χύνω την ψυχή μου
για συνήθη οργασμό την μετράς
εντρυφείς εν αγνοία σου στο όλο μου
εύπιστα το αποδέχομαι
ερωτευμένα
κάλλιο να με μετρούσες για ανέραστη
θάχαμε και κάτι να λέμε.

ανέκδοτο

11.5.13

να θυμηθώ να χαμογελάσω
να θυμηθώ και να ζυγίσω το λιγοστό
να ρωτήσω και για την αντοχή της θαλπωρής
για τα αίτια της οδύνης
για την θλίψη του θανάτου
να ετοιμαστώ για την εξορία του χρόνου.

9.5.13

προσεκτικά!
πρόσεχε!
προσοχή!
και τί καταλάβαμε μπαμπά;
φιλάρεσκα χειρονομούσα, αλλά προσεκτικά!
κι όσο σφραγίζω τις προσταγές
τόσο απείθαρχα χειρονομώ και γελάω
απρόσεκτα, σιγοψιθυρίζω
δεν έχεις ακοή πια
τώρα θα μου πεις, δεν έχεις τίποτε
κι εγώ, μη νομίζεις
ένα απρόσεκτο σώμα περιφέρω
παρέα μ’ έναν προσεκτικό ίσκιο.


ανέκδοτο
όσο ενυπάρχει η ομολογία
το ατελές
το ψεγαδιασμένο
το άτολμο και πασιφανές
είναι ελάττωμα εκφραστικό και μόνο
αν συνοδεύεται δε και με πονηρή ματιά αυτοσαρκασμού
η barnstone θα τόλεγε αυτο-προσηλυτισμό
σαν την φάση της ντίκινσον δηλαδή
-σου πετάω γνώση και ονόματα για να σ’ εντυπωσιάσω αναγνώστη-
αν λοιπόν χειραγωγηθούν οι φάσεις της ντίκινσον
όπως διαβάζω
τότε δεν θάχεις όλα αυτά τ’ αναγνώσματα με τα περίεργα ονόματα
αλλά με τα καθόλου νοήματα
θάχεις, μπορεί, ποίηση.


ανέκδοτο

7.5.13

κίκα του αλμοδοβάρ; καμμία σχέση

μπορεί η ποίηση και τα πεζά σου
άλλους να ξεγέλασαν
σ' άλλους ν' άρεσαν

πλείστοι σε μιμήθηκαν
μπορεί και οι εξυπνακισμοί σου
μπορεί νάσαι λογοτέχνης
μπορεί
δεν έχω τις σπουδές; να σε κρίνω
έχω την ομορφιά «μ’ αρέσεις, δεν μ’ αρέσεις»
όμως
το 2013 σ’ αυτή τη χώρα που την πούλησαν στο πόδι
which side are you on?


-προς μη έκδοση-

5.5.13


όμορφη μοναξιά
αν δεν ήταν η θλίψη της αποδοχής του άλλου
ποιού άλλου;
εκείνου του ζόμπι που σέρνεται γύρω μας
κομμάτι αταίριαστο με το μέσα μας
πώς να συνομιλήσεις με παραμυθάδες, ψεύτες και υποκριτές;

το αταίριαστο σε μια συμβίωση που ποτέ δε θάρθει
μέσα από κροτίδες και καμπάνες και μεγάφωνα.

ανέκδοτο

4.5.13

σοκαρίστηκα με την λέξη στίχος
ήταν τόσο πικρά και δυσανάγνωστα όσα έλεγα
ένα «σε θέλω» κι ένα παρακάτω «φύγε»
ω, τί ωραίος στίχος, είπες
μια σκέψη υπερβολικής έπαρσης ήταν
κι όταν αραίωσαν τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο
σαν κεντρικός μοχλός επανέλαβες
«τί ωραίος στίχος»
εγκατέλειψα το εμπόρευμά μου και απεσύρθην
«τί ωραίος στίχος»
ο στίχος παρέμεινε ν’ αγκαλιάζει θερμοπύλες
ελπίζοντας και να τις φιλάει
να τις φυλάει ούτε λόγος.


ανέκδοτο
μοσχοβόλησε στη γειτονιά.
κοιμάμαι ανάμεσα σε μαχλέπι και ζυμάρι
είναι ο κόσμος του εύπλαστου
ξεριζώνει χώμα με λάσπη ακούγοντας δάκρυα λησμονιάς
αιχμάλωτος μιας συνταγής
άγνοια για την αιχμαλωσία της κληρονομιάς
δικαιολογία
όχημα για την κρύπτη των ελλείψεων
αναιμική ζωή στη φλόγα της ταλαιπωρίας
συμπεφωνημένη ενοχή
αντίβαρο στην κραυγή του αθέατου
ένα ερωτηματικό στις κρυμμένες λέξεις της αναζήτησης δεν κοσκινίζει το μέσα τού άλλου
θέλει χρόνο γι’ ανασκαφές στις αρχαιότητές του.

η αναπαλαίωση αναβάλλεται.


ανέκδοτο

2.5.13

μεγάλη βδομάδα
δεν σε πλησίαζα
αμαρτία, έλεγες
εγώ η άθεη βωμολοχούσα
εσωτερικώς
η μεγαλύτερη αρνήτρια του θεού σου
ήταν έρωτας μάλλον
τόδα στ’ άστρα που πίστευες.


ανέκδοτο
μερικοί άνθρωποι δημιουργούν εικόνες με λέξεις
άλλοι με τις σιωπές τους
δεν ξέρω ποιοί είναι ποιητές και ποιοί λαθραναγνώστες.


ανέκδοτο

όταν η σοβαρότητα άγγιξε την σοβαροφάνεια στον αντίλαλο σκόνης στο πάτωμα
ώρα για σφουγγάρισμα.

ανέκδοτο