5.12.12

*ipomoea


ώσπου μια μύγα κάθησε πάνω στο ο σαν περισπωμένη.



όσο εξεζητημένα και να ομφαλοσκοπώ
είναι ο ήχος σου και το υπέροχο μυαλό σου.



ήταν νύχτα όταν τον μύρισε κι ακόμη δεν ξημέρωσε.



σιγά μη σ’ αγκαλιάσω για να σωθώ 
να γκρεμοτσακιστώ θέλω.



σαν τις λέξεις του ελυάρ να με κοιτάς
να λιγοστεύεις την απόσταση του μυαλού απ’ την ψυχή.


υπάρχει ένα καλοκαίρι στην άκρη των χειλιών αλλά δεν τολμάς να το ξεστομίσεις.


βρέχει κι εγώ στεγνώνω όταν κρατάς ομπρέλα.


κι αν είσαι σαλτιμπάγκος, έχει σημασία σε ποιο πεζοδρόμιο επιδεικνύεις την επιστήμη σου.


ώσπου ξύπνησε ο ύπνος και σ’ έχασα...

πώς τα καταφέρνεις και με νυχτώνεις με ήλιο μέσα μου...

τί ανοησία, ν’ αδειάζει ο κόσμος κι εσύ να μην είσαι μέσα.



είναι ένας βασιλιάς, αλήθεια σάς λέω
είναι ένας ο ipomoea 

τον γνώρισα
αυτός δεν με γνώρισε
ήταν βασιλιάς, γι’ αυτό
φούσκωνε σαν παγώνι
εγώ έστριβα το τιμόνι
να μην ανταμώσουμε, ήταν νύχτα και τόξερα
όμως ξαναδιάβασα τ’ όνομά του
ipomoea
και σκέφτηκα πως είναι τριανταφυλλής
και μυρίζει
και μύριζε
σαν μεσημεριάτικος ύπνος
και λίγη ώχρα
και τον ένιωσα στα σπλάχνα μου
κοχύλι αφρισμένο
στην άκρη των χειλιών τόθελα
όμως κόλλησε στο βράχο
μάλλον από συνήθεια
σαν περσινό δάκρυ.


ανέκδοτο
*ipomoea=γλυκοπατάτα