ένα/
γεννήθηκες σαν ένα και νόμιζες πως δεν θα κλάψει ένα αδελφάκι
δύο ή δυο/
στο δέλτα του ποταμού ξεβράζονται δυο θλίψεις
τρία/
μεγαλώνουμε στην τροία
τρία ξύλινα αλογάκια στο καταφύγιο
τέσσερα/
τα πόδια του τραπεζιού τέσσερα
τέσσερις οι στρώσεις του τραπεζομάντηλου
πέντε/
έλα κι αυξηθήκαμε, πέντε κι έχει και πουνέντε
έξι/
παίζεις με το σέξυ
έξι οι απορίες σου
επτά/
είσοδος στην αίθουσα των αμαρτημάτων
επτά, σεπτά τα ήθη σού φωνάζουν
οκτώ/
κάθε πρωί στις οκτώ και να δουλεύεις, ε;
εννιά/
κι έχει εννιά ο μήνας
πότε θα το πεις;
δέκα/
πάμε πάλι απ’ την αρχή
το ένα με το μηδέν ποτέ δεν κάνουν προκοπή.
γεννήθηκες σαν ένα και νόμιζες πως δεν θα κλάψει ένα αδελφάκι
δύο ή δυο/
στο δέλτα του ποταμού ξεβράζονται δυο θλίψεις
τρία/
μεγαλώνουμε στην τροία
τρία ξύλινα αλογάκια στο καταφύγιο
τέσσερα/
τα πόδια του τραπεζιού τέσσερα
τέσσερις οι στρώσεις του τραπεζομάντηλου
πέντε/
έλα κι αυξηθήκαμε, πέντε κι έχει και πουνέντε
έξι/
παίζεις με το σέξυ
έξι οι απορίες σου
επτά/
είσοδος στην αίθουσα των αμαρτημάτων
επτά, σεπτά τα ήθη σού φωνάζουν
οκτώ/
κάθε πρωί στις οκτώ και να δουλεύεις, ε;
εννιά/
κι έχει εννιά ο μήνας
πότε θα το πεις;
δέκα/
πάμε πάλι απ’ την αρχή
το ένα με το μηδέν ποτέ δεν κάνουν προκοπή.
ανέκδοτο