23.2.15

μια ζωή σε νούμερα / έλα να παίξουμε αριθμούς

ένα/
γεννήθηκες σαν ένα και νόμιζες πως δεν θα κλάψει ένα αδελφάκι
δύο ή δυο/
στο δέλτα του ποταμού ξεβράζονται δυο θλίψεις
τρία/
μεγαλώνουμε στην τροία
τρία ξύλινα αλογάκια στο καταφύγιο
τέσσερα/
τα πόδια του τραπεζιού τέσσερα
τέσσερις οι στρώσεις του τραπεζομάντηλου
πέντε/
έλα κι αυξηθήκαμε, πέντε κι έχει και πουνέντε
έξι/
παίζεις με το σέξυ
έξι οι απορίες σου
επτά/
είσοδος στην αίθουσα των αμαρτημάτων
επτά, σεπτά τα ήθη σού φωνάζουν
οκτώ/
κάθε πρωί στις οκτώ και να δουλεύεις, ε;
εννιά/
κι έχει εννιά ο μήνας
πότε θα το πεις;
δέκα/
πάμε πάλι απ’ την αρχή
το ένα με το μηδέν ποτέ δεν κάνουν προκοπή.


ανέκδοτο

22.2.15


αγαπάμε τα μανιτάρια αλλά κάποια είναι δηλητηριώδη κι εσύ τα μάζευες αδιακρίτως εμφάνισης και αρώματος και τα μοίραζες σ’ όσους αγαπούσες απ’ το καλαθάκι σου με προτροπές «έλα, μαγείρεψέ τα να φάμε και να χορέψουμε»
τόσο πολύ τ’ αγαπούσες κι εμείς πιστοί στη γεύση τα δοκιμάζαμε και κάποιοι άπιστοι προειδοποιούσαν για την επικινδυνότητα μιας κάποιας δηλητηρίασης κι είχαν μια γεύση μα μια γεύση! σαν το σκοτάδι που φώτιζε απ’ τις ανάσες μας και ποτέ δεν μετανιώσαμε για το δηλητηριώδες μόνο κάπου κάπου θυμόμασταν εκείνα τα πάντα σωστά προς βρώσιν τότε που είμασταν παιδιά.

ανέκδοτο


ηχηρές οι κουβέντες των μεγάλων
τα ετερώνυμα έλκονται, το λέει και η φυσική
ασπόνδυλος και άπολος ο έρωτας στα παιδικά τα χρόνια
τα ετερώνυμα έλκονται
ω, ναι, το εμπέδωσες
μικρό μεγάλο
αρσενικό θηλυκό
θετικό αρνητικό
άσπρο μαύρο
νεκρό ζωντανό
δεν κατάφερες να κουφαθείς
αποκάλυψη ο θρίαμβος των ομωνύμων


τα ετερώνυμα έλκονται, πάντα με τους κακούς ο θεός.

ανέκδοτο
παραδίδονται μαθήματα/ ξεπερνάει κάθε φορά το όριό του και φαίνεται σαν ναρκισισμός, αυτό που είναι ανασφάλεια γεμάτη συστολή από ντροπή, είναι το βλέμμα της γοητείας που παραδίδει μαθήματα.

ανέκδοτο
είναι μεγάλη η ιστορία στην οικοδομή που μένω αλλά μπορεί κανείς να την πει και με δυο λόγια. ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματός μου, συνεννοημένος με την εταιρία που διαχειρίζεται τα κοινόχρηστα μού χρέωνε λογαριασμούς που έπρεπε να πληρώσει αυτός, πχ γλάστρα στην είσοδο την οποία αποφάσισαν οι ιδιοκτήτες ν’ αγοράσουν και την χρέωσαν στους ενοικιαστές. διαμαρτυρήθηκα εντόνως και το ποσό αφαιρέθηκε. είναι άλλη ιστορία η πρόσθεση του ποσού της αγοράς της γλάστρας στην αγορά πετρελαίου, αυτό δεν το έμαθα ποτέ κι έτσι δεν μ’ ενοχλεί. άσε που αλλάξαμε και εταιρία διαχείρισης κοινοχρήστων και είμαστε ικανοποιημένοι. έμαθα πως είναι θυγατρική της πρώτης εταιρίας αλλά δεν μ’ ενοχλεί. μου αρκεί που αποκάλυψα την εταιρία για τον τρόπο διαχείρισης της αγοράς της γλάστρας.

ανέκδοτο

18.2.15

είμαι και της λαϊκής
κάθε πρώτη κυριακή του μήνα στα πόδια μου
ζαρζαβατικά, μέλι και όσπρια
σφιχτοδιπλωμένα σε πρόχειρους πάγκους.
ενίοτε υποδύομαι την έχουσα άμεση σχέση με την φύση
απολαμβάνω μαρουλάκια φρεσκοκομμένα
και αυγά μόλις γεννημένα
κι όταν έρχομαι σπίτι να πλύνω τα μαρούλια
τεράστια πράσινα σκουλήκια ανάμεσα

είναι το φρέσκο που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις.

ανέκδοτο

17.2.15

παρωδώντας ντίνο χριστιανόπουλο
ημέρα τσικνοπέμπτης/

δυο λεπτά σιγή/
εσείς όλοι που βρήκατε τα μπριζολάκια σας
κι έχετε στομάχι τρυφερό να τα φάτε
στόμα μελίρρυτο να τα γευτείτε
πηρούνι να τα καρφώσετε
θα κοκκινίσετε άραγε για την ευδαιμονία σας,
έστω και λιγάκι?
θα σταματήσετε να μασουλάτε δυο λεπτά
για τους αρρωστούληδες?



ανέκδοτο
“η πλάνη έγκειται στον ενικό του χρόνου”
άθως δημουλάς
να συνεχίζεται ο λόγος και νάχει σταματήσει το λευκό/
περίσσεψε το μαύρο σ’ αυτή τη γη/

ανέκδοτο

μερικοί άνθρωποι είναι δευτέρες και άλλοι τρίτες και άλλοι άλλες μέρες που κυνηγιούνται και παίζουν κρυφτό κι αγκαλιάζονται και μισιούνται ανάμεσα στα σχοινιά μιας βδομάδας και ποτέ δεν ξεφεύγουν απ’ τα όρια των σχοινιών για να πλησιάσουν τους ανθρώπους του απογεύματος της κυριακής που είναι μια κατηγορία από μόνοι τους με αναπηρίες φωτεινές και μάτια σαν καπνοπωλεία να βάζουν φωτιά στα βενζινάδικα έξω απ’ τα σχοινιά ανάμεσα στα σπίτια τους και στις καρδιές τους και όλοι τους νομίζουν λυπημένους αλλά ξεγελιούνται και ποτέ δεν θα μάθουν τί σημαίνει απόγευμα κυριακής με σβηστά τα φώτα.

ανέκδοτο