18.3.12

είναι που τέλειωσαν τα χρώματα


είναι γιατί με κοίταξες με τα μάτια
φευγαλέα και αμήχανα
είναι γιατί ακούμπησες το κενό μεταξύ μας
είναι μπανάλ οι χειραψίες, θα μπορούσες να πεις
είναι που με ζωγράφισες στα μισά της άκρης του γκρεμού
είναι που δεν ήθελες να δεις με το μυαλό
κι ας σου περίσσευε
δεν συζητώ για την καρδιά
την είχες ξεχάσει στο συρταράκι της βιβλιοθήκης
κι έσταζε αίμα, τόδα
πλημμύρισε ο τόπος κι εσύ το κατάπινες
μόνος και μαυροντυμένος ανάμεσα σε θάλασσες φτερών.

ανέκδοτο