παιχνίδι το βογκητό της άνοιξης έτσι νομίζουμε θα μας κατασπαράξει.
ώσπου αγγίζω το τριχωτό μιας απρόσμενης απουσίας προσπαθώ να γράψω το αναμενόμενο μιας χωρίς προσμονή παρουσίας προσηλωμένη στο ωχρό μιας λάμψης φωταγωγημένης σάρωσης να μοιάζει με έρωτα τέλος πάντων να κρατάει το επί τόπου ή έστω να προσπαθεί.
κι αν θα βουλιάξω μέσα σου θάναι που τέλειωσε η άσφαλτος.
κάθε στιγμή θάταν δική σου σαν αχινός απαγορεύεται στην καλή ποίηση το σαν έτσι λένε εγώ όμως θέλω σαν φοβάμαι όταν δεν έχει σαν νομίζω είναι αν πάντα οι υποθέσεις είναι ύποπτες υποβόσκει μια τραγικότητα κι εγώ είμαι κλόουν.
15.2.13
γελοίοι κονδυλοφόροι άρπαγες λέξεων αισθημάτων βραχνές φωνές αβανταδόροι μετρίων δεν είμαι θυμωμένος, είπε αλλοτριωμένος σαν εσάς και λίγο παραπάνω σαν εμάς όχι ρεκλάμα στα ίσια υπόσχεστε αρκεί το ίσιο να λοξοδρομεί στο ίσιο του καθένα γελοίοι κονδυλοφόροι.
7.2.13
θάρθει ένα ποίημα θάναι βράδυ θα σπάσει όλα τ’ αστέρια στα δυο κι εμείς θα μετράμε βότσαλα τόσο ανίδεοι.
2.2.13
ώσπου να τελειώσει ο δρόμος μόνο ο ώμος σου κι ένα όμως.