4.5.13

σοκαρίστηκα με την λέξη στίχος
ήταν τόσο πικρά και δυσανάγνωστα όσα έλεγα
ένα «σε θέλω» κι ένα παρακάτω «φύγε»
ω, τί ωραίος στίχος, είπες
μια σκέψη υπερβολικής έπαρσης ήταν
κι όταν αραίωσαν τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο
σαν κεντρικός μοχλός επανέλαβες
«τί ωραίος στίχος»
εγκατέλειψα το εμπόρευμά μου και απεσύρθην
«τί ωραίος στίχος»
ο στίχος παρέμεινε ν’ αγκαλιάζει θερμοπύλες
ελπίζοντας και να τις φιλάει
να τις φυλάει ούτε λόγος.


ανέκδοτο