4.5.13

μοσχοβόλησε στη γειτονιά.
κοιμάμαι ανάμεσα σε μαχλέπι και ζυμάρι
είναι ο κόσμος του εύπλαστου
ξεριζώνει χώμα με λάσπη ακούγοντας δάκρυα λησμονιάς
αιχμάλωτος μιας συνταγής
άγνοια για την αιχμαλωσία της κληρονομιάς
δικαιολογία
όχημα για την κρύπτη των ελλείψεων
αναιμική ζωή στη φλόγα της ταλαιπωρίας
συμπεφωνημένη ενοχή
αντίβαρο στην κραυγή του αθέατου
ένα ερωτηματικό στις κρυμμένες λέξεις της αναζήτησης δεν κοσκινίζει το μέσα τού άλλου
θέλει χρόνο γι’ ανασκαφές στις αρχαιότητές του.

η αναπαλαίωση αναβάλλεται.


ανέκδοτο