19.4.13

επιταγές χωρίς αντίκρυσμα


εγώ φίλε μου, για να τα μυρίσω τα όμορφα πρέπει νάναι γύρω μου πολλά.μου βρωμάνε τα λίγα, τα δικά μου, είναι σαν ταράτσες γεμάτες βρώμικα που κανείς δεν φιλοτιμιέται να πλύνει κι έρχεσαι εσύ και πλένεις το πουκάμισό σου. 
εγώ, φίλε μου, γουστάρω τα βρώμικα, εκεί, στην πλατεία μαβίλη, για νάμαι με τους άλλους, να οσφρίζομαι την μιζέρια τους.αν είναι να τρώω στα καθαρά σου, μόνη μου ή και με σένα, χέστηκα.είναι οι κουβέντες σου που με αποπροσανατολίζουν, μια στα χάι μια στα κάτω.πώς σωπαίνουν οι γερμένοι στο χθες?έτσι μου τα λες.να ποτίζομαι θέλω με την φρίκη της πραγματικότητας και τον άνεμο της ελπίδας κι ας μην υπάρχει, να νομίζω.σαν τα φιλιά που βόσκουν στις κραυγές των αγανακτισμένων κι όλοι αναρωτιούνται τί στο διάολο θυμός είναι αυτός! δεν είναι θυμός, είναι κραυγή γι’ αγκαλιές. η φευγατίλα τους έφαγε και δυο βρωμιές ενός παφλασμού υποκρισίας.
εγώ φίλε μου, ναι, κάπως έτσι το διάβασα, εγώ λοιπόν φίλε μου, πλέκω τις υγρασίες που ποτέ δεν φαντάστηκες.
είμαι τόπος χλοερός, μπορεί και να σαπίσω.

ανέκδοτο