6.4.12

γύμνια να την καταπιείς

γλυκέ μου, μεταφυτεύτηκα
ναι, όχι ένεκα διακονίας, όχι
σαν πλεύση ήταν
μάζεψα το φολκλόρ του κόσμου
ξεσκόνισα τον αμέθυστο
ζύμωσα εφτάζυμο για σένα
έκανα μάγια στην ομίχλη
πίστεψα στον θάνατο
και στόπα
ο θάνατος κι ο έρωτας μαζί βαδίζουν
γέλασες κρεμεζιά
μέσα στις κάμαρες
ανάμεσα στις κουρτίνες
κυμάτισες νερά
κατάπιες αποσπερίτη
κι εγώ γέλαγα
ήξερα από παιδί την πλεύση της αυγής
ήξερα από παιδί να διπλώνω την πετσέτα του σούρουπου
να βάφω μαύρα τα τζάμια
ν’ αγνοώ τις εκκλησιές
ν’ ακούω τα παράξενα
να θαυμάζω τα όμορφα
να τα λιμπίζομαι
τ’ αυτοκρατορικά
κι εσύ είσαι πρίγκηπας, γλυκέ μου
και δαρβίνος συγχρόνως
καθρεφτίζεσαι στην θεωρία σου
κι εγώ στο γυμνό σου πόδι
να μην φτάνει η θεωρία της λιμνούλας σου
το παρελθόν μας.


ανέκδοτο