31.3.13

στους μπετονένιους δρόμους
δίπλα στις εύπλαστες σιωπές
στο πανδοχείο μιας αρτηρίας
σε είδα
ρουφούσες
παιδικά όνειρα
σε περιγελούσαν
τα συντηρούσες ταριχευμένα
δεν σου άρεσαν ποτέ τα ρέοντα υγρά
ξηρά τροφή, έλεγες
δεν πονάει το στομάχι
δεν χρειάζεσαι ανθρώπους από κινίνο
ξεθωριασμένα πεζοδρόμια η κραυγή σου
διάφανοι σηματοδότες οι λέξεις σου
ήσουν ο τρελός της πλατείας
μιας μέσης αρτηρίας ουραγός
έτσι σε βρήκαμε
νεκρό
ορθάνοιχτα τα μάτια
κανείς δεν ήθελε να τα κλείσει
ευελπιστούσε στα παιδικά σου όνειρα
δεν ήξεραν πως είχαν πια μουχλιάσει.


ανέκδοτο