9.10.12

περί άχερων αχύρων

άχερα τάλεγε η γιαγιά η μικρασιάτισα
άχερα 

κι εγώ νόμιζα χωρίς χέρια
τ’ άχυρα εννοούσε
πέρασαν χρόνια μέχρι να τα ταυτοποιήσω
διάβασα πολύ
κατάλαβα όσα

δείλιασα
αλλά τ’ άχερα ήταν εκεί
στο σκαλί μιας επανόρθωσης που ποτέ δεν κατάλαβα
ώσπου ήρθες εσύ
κι έλαμψαν
τ’ άχερα-άχυρα.




ανέκδοτο