7.5.13

κίκα του αλμοδοβάρ; καμμία σχέση

μπορεί η ποίηση και τα πεζά σου
άλλους να ξεγέλασαν
σ' άλλους ν' άρεσαν

πλείστοι σε μιμήθηκαν
μπορεί και οι εξυπνακισμοί σου
μπορεί νάσαι λογοτέχνης
μπορεί
δεν έχω τις σπουδές; να σε κρίνω
έχω την ομορφιά «μ’ αρέσεις, δεν μ’ αρέσεις»
όμως
το 2013 σ’ αυτή τη χώρα που την πούλησαν στο πόδι
which side are you on?


-προς μη έκδοση-

5.5.13


όμορφη μοναξιά
αν δεν ήταν η θλίψη της αποδοχής του άλλου
ποιού άλλου;
εκείνου του ζόμπι που σέρνεται γύρω μας
κομμάτι αταίριαστο με το μέσα μας
πώς να συνομιλήσεις με παραμυθάδες, ψεύτες και υποκριτές;

το αταίριαστο σε μια συμβίωση που ποτέ δε θάρθει
μέσα από κροτίδες και καμπάνες και μεγάφωνα.

ανέκδοτο

4.5.13

σοκαρίστηκα με την λέξη στίχος
ήταν τόσο πικρά και δυσανάγνωστα όσα έλεγα
ένα «σε θέλω» κι ένα παρακάτω «φύγε»
ω, τί ωραίος στίχος, είπες
μια σκέψη υπερβολικής έπαρσης ήταν
κι όταν αραίωσαν τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο
σαν κεντρικός μοχλός επανέλαβες
«τί ωραίος στίχος»
εγκατέλειψα το εμπόρευμά μου και απεσύρθην
«τί ωραίος στίχος»
ο στίχος παρέμεινε ν’ αγκαλιάζει θερμοπύλες
ελπίζοντας και να τις φιλάει
να τις φυλάει ούτε λόγος.


ανέκδοτο
μοσχοβόλησε στη γειτονιά.
κοιμάμαι ανάμεσα σε μαχλέπι και ζυμάρι
είναι ο κόσμος του εύπλαστου
ξεριζώνει χώμα με λάσπη ακούγοντας δάκρυα λησμονιάς
αιχμάλωτος μιας συνταγής
άγνοια για την αιχμαλωσία της κληρονομιάς
δικαιολογία
όχημα για την κρύπτη των ελλείψεων
αναιμική ζωή στη φλόγα της ταλαιπωρίας
συμπεφωνημένη ενοχή
αντίβαρο στην κραυγή του αθέατου
ένα ερωτηματικό στις κρυμμένες λέξεις της αναζήτησης δεν κοσκινίζει το μέσα τού άλλου
θέλει χρόνο γι’ ανασκαφές στις αρχαιότητές του.

η αναπαλαίωση αναβάλλεται.


ανέκδοτο

2.5.13

μεγάλη βδομάδα
δεν σε πλησίαζα
αμαρτία, έλεγες
εγώ η άθεη βωμολοχούσα
εσωτερικώς
η μεγαλύτερη αρνήτρια του θεού σου
ήταν έρωτας μάλλον
τόδα στ’ άστρα που πίστευες.


ανέκδοτο
μερικοί άνθρωποι δημιουργούν εικόνες με λέξεις
άλλοι με τις σιωπές τους
δεν ξέρω ποιοί είναι ποιητές και ποιοί λαθραναγνώστες.


ανέκδοτο

όταν η σοβαρότητα άγγιξε την σοβαροφάνεια στον αντίλαλο σκόνης στο πάτωμα
ώρα για σφουγγάρισμα.

ανέκδοτο