26.10.13

με κόλλες χαρτιού είμαστε ντυμένοι, είπε
γραμμένες με αχ και χα
κιτρινισμένες
γυαλιστερές και χρωματιστές 
σκληρές και δύσχρηστες
όλοι γραμμένες κόλλες...
κι εγώ πού στο διάολο γράφω τόσο καιρό?
πάνω στα γραμμένα μουτζουρώνω?
μια κόλλα μου αναλογούσε
έγειρε το μελάνι και το φώς της κύλησε στο κάρβουνο.
εκεί, κάτω στο δρόμο χαρίζουν δέκα κόλλες, είπε
δεν τις πουλάνε, τις χαρίζουν
κανείς δεν τις θέλει
λίγοι τρελοί στήθηκαν στη σειρά και παρακαλάνε.
να την διεκδικήσω?
δεν ξέρω τον τρόπο.

είναι τόσο λίγοι οι τρελοί αυτού του κόσμου
κανείς δεν σκέφτηκε να παραγγείλει κόλλες και γι’ αυτούς
γι’ αυτούς που τις ξεσκίσανε.


ανέκδοτο