16.1.15

και ήρθε ένας καιρός, μουντός σαν καρύδι άγνωστης καρυδιάς κι όλοι οι μικροπωλητές της πλατείας πουλούσανε το ίδιο πράμα να σε ζαλίσουνε να ταμπουρώνεσαι και να ταμπουρλώνεσαι με ήχους δικούς τους και ειδικούς τους και να χάσκεις σαν βόδι που ούτε μοσχάρι είναι ούτε αγελάδα. τότε λοιπόν, ήρθε και η εξαθλίωσις και τα όνειρα των αιθεροβαμόνων και τίποτε δεν προμήνυε το τέλος του φοίνικα που φυτεύτηκε και ρήμαξε γιατί κανείς δεν τον ρώτησε αν του πηγαίνει το χώμα.
αργότερα φούσκωσαν τα πανιά όσων πίστεψαν πως είναι γαλέρες και φορτώθηκε το εμπόρευμα και γι’ άλλους τόπους, όχι μακρινούς αλλά στεριανούς. άγγλοι, γάλλοι, αμερικάνοι και πλοίαρχοι εκατοντάδες. όλοι μιλάγανε για έρωτα και μερικοί και για εμπόρευμα χωρίς βέβαια να τα διαφοροποιούν και οι πλοίαρχοι αρμένιζαν την γαλέρα, άλλος δεξιά άλλος αριστερά και ο σοφότερος έσκουζε γι’ ακυβερνησία, αυτό της ταίριαζε έλεγε. κανείς δεν νοιάστηκε για την άποψή του και η γαλέρα μια χαρά και πέντε τρομάρες πήγαινε. όταν έπιασε στεριά κατεβήκαν όλοι με το εμπόρευμα που ξεκίνησε απ’ την πλατεία, αν θυμάστε, και το μοσχοπούλησαν σε κάτι μοσχάρια που κανείς δεν θα έτρωγε. έτσι σάπισε και το εμπόρευμα και τα μοσχάρια και λέμε το ρήμα εις τον ενικόν ίνα μη παρεξηγηθώσιν ούτε τα εμπορεύματα ούτε τα μοσχάρια.

ανέκδοτο