21.5.14

μια βάρκα κολυμπάει
κι έτσι που βυθίζεται
είναι σαν κάποτε νάταν εσύ.


ανέκδοτο
αυτή η θάλασσα στην άκρη του μυαλού γίνεται λίμνη στην άκρη του δικού σου.

ανέκδοτο
μυρίζω και βλέπω σαν κανονικός άνθρωπος. έχασα την παραφροσύνη μου, δεν έγραψα ούτε λέξη.

ανέκδοτο
περιφράξτε την προσωπική σας θάλασσα. έρχεται καταιγίδα, μην επιτρέπετε σε πειρατές να επιβιβάζονται στην σχεδία σας, είπε.

ανέκδοτο

10.5.14

δεν ακκίζονται πλέον οι πόρνες
άναρθρα συνομιλούν μαζί σου
σαν τον άνεμο που φυσάει τις πόρτες
εκείνων των φτωχών που ξέμειναν μαζί σου.
ανόητες περιφέρονται στην άβυσσο του νου σου
κουρασμένες ν’ αγαπούν τα φράγκα της ψυχής σου
ταγμένες στην ηδονή των μπεκρήδων μιας πολιτείας
που βαρυγκομά πάνω στην αξιοθρήνητη μοίρα της
διψασμένες για τιμωρούς που ξαγρυπνούν
ανυψώνοντας ύστατους χαιρετισμούς
σε θύμησες θνητών
σε αλαζονικές μορφές αμνών.


ανέκδοτο
πατρόν θα βγαίνουν οι άνθρωποι από δω και πέρα
θα μετράς τα δόντια τους και θάναι ίδια
τα δάχτυλα εκείνα, των εκλιπαρούντων μια θεσούλα
το στόμα στραβό σαν χαμόγελο
και τα πόδια έτοιμα να καλπάσουν στο βόλεμα
πατρόν σου λέω,
μοδίστρες χιλιάδες
πλακοραφούδες άλλες τόσες
να, σαν εμένα.


ανέκδοτο

7.5.14

πώς σταμάτησα να τρώω ξινά ή κυνηγώντας τον καμύ

εσύ στο café du temps perdu
κι εγώ στην patisserie marcel
εσύ Bordeaux rouge
εγώ tartin du citron
ν’ αναζητούμε τον χαμένο χρόνο του
και ο αλμπέρ να μας μπερδεύει. 
ενεφανίσθη τελικώς ως αλμπερτίνα.
ευτυχώς που εκδόθηκε ο ξανακερδισμένος χρόνος
-κάπως έτσι έπαψα να τρώω ξινά και προτίμησα macaron-


ανέκδοτο
ήταν ένας που κρατούσε ακίνητη την καρδιά του κι όλοι νόμιζαν πως ήταν νεκρός. 
"υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ δεν άκουσαν και ούτε θ’ ακούσουν τον ήχο του ωκεανού", μονολόγησε 
και μερικοί κατάλαβαν.

ανέκδοτο

4.5.14

ένας βιαστικός απρίλης έστριψε το τελευταίο τσιγάρο κι απίθωσε στα χέρια μας την στάχτη που έμοιαζε με μάη κι εμείς την σκαλώσαμε στην άνοιξη για να ρουφήξουμε καλοκαίρι. γεμάτοι προσδοκίες.

ανέκδοτο

τ’ απομεινάρια μιας συνάντησης του δρόμου

θέλω να συστηθώ
είπε, χαμογέλασε, άπλωσε και το χέρι
ναι, είπα αφηρημένα, απορημένα
είμαι ο x απ’ το φέισμπουκ, είμαστε φίλοι
- όμορφο να σε αναγνωρίζουν «φίλοι» -
α, χάρηκα, είπα, καθόλου αμήχανα
είπε κι άλλα, κολακευτικά και νόστιμα
δεν είπα τίποτε
ένα ξερό ευχαριστώ
έδωσα το χέρι προς επιβεβαίωσιν της αμοιβαίας χαράς
κι έφυγα.
το μέτρο της χειραψίας παρέμεινε αιωρούμενο
εν αντιθέσει με το της απορίας.


ανέκδοτο
ποίημα που δεν σταλάζει ειρωνία
είναι σαν την θεία μου την ευανθία,
είπε
και όλοι γυρίσαμε και είδαμε την θεια του την ασπασία
μας ξεγέλασες, χαχανίσαμε
μα ήταν ποίημα, είπε
καιρός να το απαγγείλετε
με την θεια μου την ευδοκία.


ανέκδοτο